-
1 ἀναπέτομαι
A f, late [full] ἀναπετάομαι v.l. in Gp.2.5.12: [tense] fut. - πτήσομαι: [tense] aor. ἀνεπτόμην or ἀνεπτάμην, in Trag. also ἀνέπτην, [ per.] 3pl.ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.4
:—fly up, fly away,ἢν.. ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132
, cf. 5.55; ;αἰθερία δ' ἀνέπτα E.Med. 440
; ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην ;ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24
= Ar.Av. 1372, cf. 35, Lys. 774;εἰ.. πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd. 109e
;εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ Id.Lg. 905a
, cf. Aeschin.3.209; hurry off, Luc.Alex.30: metaph.,ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται E.Andr. 1219
.2 metaph., to be on the wing,περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S. Aj. 693
;ἀνέπταν φόβῳ Id.Ant. 1307
.—Cf. ἀνίπταμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπέτομαι
См. также в других словарях:
μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek